- ισοθεώ
- ἰσοθεῶ, -όω (Α) [ισόθεος](μόνο το παθ.) ἰσοθεοῡμαι, -όομαιγίνομαι ίσος με τους θεούς, εξισώνομαι με τους θεούς («Ἡρακλής ἰσοθεωθείς...», Αίσωπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοθέῳ — ἰσόθεος equal to the gods masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)